- αστρονομικός
- -ή, -ό (AM ἀστρονομικός, -ή, -όν) [αστρονομία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστρονομίανεοελλ.υπερβολικός, υπέρμετροςαρχ.ο ειδικός στην αστρονομία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστρονομικός — skilled in astronomy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρονομικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αστρονομία· «αστρονομικός αριθμός», ο πολύ μεγάλος αριθμός: Αστρονομικό αριθμό κάνουν τα ποσά που ξοδεύονται από τα διάφορα κράτη για εξοπλισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστρονομικά — ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc pl ἀστρονομικά̱ , ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc/acc dual ἀστρονομικά̱ , ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικώτερον — ἀστρονομικός skilled in astronomy adverbial comp ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc comp sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικῶν — ἀστρονομικός skilled in astronomy fem gen pl ἀστρονομικός skilled in astronomy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικόν — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικώτατα — ἀστρονομικός skilled in astronomy adverbial superl ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικώτατον — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc acc superl sg ἀστρονομικός skilled in astronomy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικαί — ἀστρονομικός skilled in astronomy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομικοῖς — ἀστρονομικός skilled in astronomy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)